-
1 Ὄρπα
Ὄρπα· Ἐρινύς, Hsch. (Cf. Ὄριψα.) [full] ὄρπαξ· θρασὺς ἄνεμος, Id. (prob. [dialect] Aeol. for ἅρπαξ). [full] ὄρπας· τῆς ἀκρίδος ὁ γόνος (i. e. young locusts, 'hoppers'), ἔνθεν γάρον ποιοῦσιν, Id. -
2 ὄρπας
Grammatical information: ?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρπας
См. также в других словарях:
όρπας — ὄρπας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς ἀκρίδος ὁ γόνος, ἔνθεν γάρον ποιοῡσιν» … Dictionary of Greek